- αμελλητί
- επίρρ. безотлагательно, без промедления, срочно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμελλητί — επίρρ. (Α ἀμελλητὶ) [μέλλω] χωρίς αργοπορία ή αναβολή … Dictionary of Greek